- νευρόνοσος
- νευρό-νοσος, ον,A diseased in the sinews, Man.4.501.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νευρόνοσος — νευρόνοσος, ον (Α) αυτός που έχει πάθηση τών νεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + νοσος (< νόσος), πρβλ. ά νοσος, πολύ νοσος] … Dictionary of Greek
νευρονόσους — νευρόνοσος diseased in the sinews masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek